Wednesday, August 22, 2018

Μετά την πυρκαγιά, τι; - Αποκατάσταση πυρόπληκτων τόπων.





Αποκατάσταση του δάσους, της βιοποικιλότητας, του περιβάλλοντος

Μετά τις πρόσφατες πυρκαγιές που έπληξαν τον τόπο μας, μέσα στον θρήνο και την απέραντη θλίψη, έρχεται η στιγμή που πρέπει να σταθούμε αποφασιστικοί απέναντι στο κακό και όσους το σχεδιάζουν και το εκτελούν, άμεσα ή έμμεσα και να αποφασίσουμε την στάση που θα κρατήσουμε από εδώ και μπρος. Ο τόπος μας καλεί να τον βοηθήσουμε, να τον υποστηρίξουμε στην αναγέννηση του. 

Η επιστήμη της καλλιέργειας και αναβάθμισης του δάσους, του τόπου του περιβάλλοντος, μοιάζει εξωγήινη σύλληψη στο σύνολο της, στους καιρούς που οι άνθρωποι νοιάζονται μόνο για τα πεπερασμένα τετραγωνικά που αποτελούν τη ζωή τους. Που δεν ενδιαφέρονται για τη μεγάλη εικόνα της ύπαρξης και του μέλλοντος. Για τον νεοέλληνα, τον νεοέλληνα που μπορεί να είμαστε όλοι μας,  ένα ρέμα, ένα δάσος δεν είναι τίποτα άλλο από μία μη αξιοποιημένη έκταση, ένας τόπος χωρίς προορισμό και χωρίς τη δυνατότητα να παράγει πλούτο, δείχνοντας την ηθική μας καταρράκωση ως λαός.

Ας τα ξεπεράσομε αυτά και με την ακράδαντη άποψη πως και το δάσος και το ρέμα και ο αέρας που αναπνέουμε είναι ο μοναδικός, ο αδιαμφισβήτητος πλούτος της ζωής, ας προχωρήσουμε στην κατανόηση και μετά στην πραγμάτωση της ανάγκης ης αποκατάστασης των όσων χάθηκαν. Βοηθός μας πολύτιμος θα είναι το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικών Ερευνών (ΕΘΙΑΓΕ) και η έκδοση του «ποκατάσταση καμένων περιοχών»που συνέγραψε μία ομάδα ειδικών επιστημόνων, οι 

Δρ Γεώργιος Λυριντζής, Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ 
Δρ Γεώργιος Μπαλούτσος, Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ
Δρ Γεώργιος Καρέτσος, Εντεταλμένος Ερευνητής, 
Δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, Εντεταλμένος Ερευνητής 
Αθανάσιος Μπουρλέτσικας, MSc Δασολόγος, 
Γεώργιος Μάντακας, DSPU Δασολόγος 
Κωνσταντίνος Καούκης, MSc Δασοπόνος Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων & Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων


Εισαγωγή και τοποθέτηση του προβλήματος 

Από τις πυρκαγιές καταστρέφονται κάθε χρόνο σημαντικές εκτάσεις δασών, με σοβαρότατες δυσμενείς επιπτώσεις στον τόπο και τους ανθρώπους. Ενδεικτικά αναφέρονται 
-η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, 
-η αύξηση της επιφανειακής απορροής από τη βροχή, που συμβάλλει στη διάβρωση του εδάφους και τη δημιουργία πλημμυρών, 
-οι ζημιές στην πανίδα, στις αγροτικές εκτάσεις και στις δομημένες περιοχές καθώς και η απώλεια ακόμη και αυτής της ανθρώπινης ζωής. 

Στα παραγωγικά δάση είναι και η μείωση της αξίας των παραγόμενων δασικών προϊόντων, αλλά για τα δάση της Αττικής δεν υφίσταται αυτή η τελευταία επίπτωση. Είναι ξεκάθαρα ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ, ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ, ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΑ ΔΑΣΗ

Οι πυρκαγιές στην Ελλάδα εκδηλώνονται κυρίως σε περιοχές με βλάστηση μεσογειακού τύπου, η οποία καλύπτει περίπου το 40% της έκτασης της χώρας. Η βλάστηση αυτή, εκτός από φρυγανική και μακκία, περιλαμβάνει και τα χαμηλού υψομέτρου πευκοδάση με κυρίαρχα δασικά είδη τη Χαλέπιο και την Τραχεία πεύκη, τα οποία καταλαμβάνουν έκταση 570.000 εκταρίων ή 5.700.000 στρεμμάτων, δηλαδή το 16,8% περίπου του συνόλου των ελληνικών δασών. Τα δάση αυτά εκτείνονται κυρίως γύρω από αστικά κέντρα ή πλησίον τουριστικών περιοχών και αυτό τα καθιστά αντικείμενο ανθρωπογενών επιδράσεων, είτε με τη μορφή έντονης εκμετάλλευσης, είτε με τη μορφή εκχέρσωσης και συρρίκνωσης από την πίεση της έντονης οικιστικής δραστηριότητας και της τουριστικής ανάπτυξης. 

Διαχειριστικά μέτρα στις καμένες περιοχές 

Οι ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις από πυρκαγιές στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και στις δραστηριότητες του ορεινού, αγροτικού ή αστικού πληθυσμού. αλλά και στην εθνική οικονομία γενικότερα, μπορούν να αντιμετωπιστούν σε σημαντικό βαθμό με τα ενδεδειγμένα διαχειριστικά μέτρα τεχνικής και οικονομικής φύσης, που πρέπει να λαμβάνονται στις καμένες περιοχές. 

Τα μέτρα αυτά κατατάσσονται κυρίως στις εξής κατηγορίες: 
•Σε οικονομικές ενισχύσεις του πληθυσμού που υπέστη τις συνέπειες μεγάλων κυρίως περιστατικών πυρκαγιών. 
•Σε αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, κυρίως στις περιπτώσεις που απειλούνται δομημένες περιοχές ή ανθρωπογενείς δραστηριότητες. 
•Στη διαχείριση - συγκομιδή του καμένου ιστάμενου ξυλώδους κεφαλαίου και τέλος, 
•Στην αποκατάσταση - ανόρθωση του οικοσυστήματος, όσον αφορά στη βλάστηση.

Για τις οικονομικές ενισχύσεις δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Καθημερινά ακούμε σε όλα τα Μέσα τα όσα διοχετεύονται από την κυβ΄σρνηση προκειμλένου να καλλιεργήσει το συμπονετικό και ανθρώπινο προφίλ της.

Θα προχωρήσουμε και θα αναφερθούμε στα κυριότερα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα 

Η καταστροφή της βλάστησης και των φυτικών υπολειμμάτων (φύλλων, χούμου κ.λπ.) της επιφάνειας μιας λεκάνης απορροής από πυρκαγιές, συντελεί στην αύξηση της απορροής και της διάβρωσης του εδάφους από ισχυρές βροχοπτώσεις και τελικά στη δημιουργία πλημμυρικών φαινομένων στην αντίστοιχη πεδινή περιοχή. Ειδικότερα μετά την πυρκαγιά μεταβάλλονται, εκτός των άλλων, τόσο το ύψος και η ενέργεια της βροχής που φθάνει στην επιφάνεια της καμένης λεκάνης, όσο και πολλές από τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους της, με αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσμενών πλημμυρικών φαινομένων. Διαχρονικά, τα κυριότερα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, με γνώμονα πάντοτε τις ιδιαιτερότητες κάθε λεκάνης απορροής, είναι: 

Η κατασκευή έργων ανάσχεσης (προσωρινής συγκράτησης) της επιφανειακής απορροής και μείωσης της διάβρωσης του εδάφους στις πλαγιές της λεκάνης και η δημιουργία έτσι ευνοϊκών συνθηκών αποκατάστασης της φυσικής βλάστησης. 

Στην κατηγορία αυτή υπάγονται, εκτός των άλλων, τα κορμοδέματα, οι βαθμίδες από ξηρολιθοδομή, οι αύλακες, οι τάφροι κ.λπ. Οι αύλακες είναι ιδιαίτερης σημασίας, αφού διασπούν το υδρόφοβο στρώμα του καμένου εδάφους και συμβάλλουν έτσι στη διείσδυση του νερού της βροχής στα βαθύτερα στρώματα. Όλα τα παραπάνω έργα κατασκευάζονται παράλληλα προς τις χωροσταθμικές καμπύλες της λεκάνης με βάση αυστηρές τεχνικές προδιαγραφές, ενώ η επιλογή τους γίνεται με ειδικά κριτήρια. 

Η κατασκευή φραγμάτων στην ορεινή κοίτη των ρεμάτων. 

Σκοπός τους είναι η στερέωση του πυθμένα και των πρανών της κοίτης και η συγκράτηση φερτών υλών. Το υλικό κατασκευής των φραγμάτων αυτών πρέπει να είναι περιβαλλοντικά και οικολογικά αποδεκτό (π.χ. κορμοφράγματα από καμένους κορμούς, Η επιλογή του υλικού κατασκευής γίνεται ακόμα με κριτήρια διαθεσιμότητας αυτού στην περιοχή, οικονομικά, τοπογραφικά, χρονικού διαστήματος έναρξης των βροχών κ.λπ. και οι απλούστερες κατασκευές εγκαθίστανται στα μικρότερα ορεινά ρέματα

Η  κατασκευή φραγμάτων ανάσχεσης της πλημμυρικής απορροής μετά το ορεινό τμήμα της λεκάνης. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στην επιλογή της θέσης κατασκευής αυτών των φραγμάτων, ώστε στο ανάντη τμήμα της κοίτης να δημιουργείται ταμιευτήρας μεγάλης χωρητικότητας.

Αποκατάσταση της βλάστησης 

Τα μέτρα για την αποκατάσταση της βλάστησης στις καμένες εκτάσεις εξαρτώνται από τις εκάστοτε οικολογικές συνθήκες πριν και μετά την πυρκαγιά και ειδικότερα 
  • από τον τύπο της βλάστησης, 
  • την ένταση της πυρκαγιάς, 
  • την τοπογραφία της περιοχής και 
  • την ύπαρξη ή μη ζώντων δένδρων. 
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, ανεξαιρέτως, είναι απαραίτητη η απόλυτη προστασία της περιοχής από τη βοσκή για διάστημα που κρίνεται ικανό για την πλήρη και βέβαιη επανεγκατάσταση της βλάστησης. Η απομάκρυνση ή απαγόρευση της βοσκής είναι απαραίτητη, γιατί αυτή αποτελεί ίσως το δυσμενέστερο παράγοντα στην αποκατάσταση της βλάστησης και τούτο γιατί οι αρνητικές της συνέπειες είναι τόσο άμεσες με την καταστροφή της νέας βλάστησης (ποώδη φυτά, πρεμνοβλαστήματα δένδρων και θάμνων, αρτίφυτρα δένδρων), όσο και έμμεσες, με την υποβάθμιση του εδάφους (συμπίεση, κακός αερισμός, αύξηση διάβρωσης) και τη συνακόλουθη αύξηση της απώλειάς του. Όσον αφορά στη μεσογειακού τύπου βλάστηση και ιδιαίτερα αυτή των δασών Χαλεπίου και Τραχείας πεύκης, τα οποία συγκροτούν, όπως προαναφέρθηκε, τα πλέον πυρόπληκτα οικοσυστήματα της χώρας μας, μπορούν να αναφερθούν σε γενικές γραμμές τα ακόλουθα: 

Εφόσον οι συστάδες που κάηκαν ήταν κανονικής συγκόμωσης και ηλικίας τέτοιας (άνω των 20 χρόνων) που τα δένδρα καρποφορούν άφθονα, η φυσική αναγέννηση είναι τις περισσότερες φορές εξασφαλισμένη, επειδή τα είδη αυτά έχουν αναπτύξει μηχανισμούς προσαρμογής στην πυρκαγιά, με συνέπεια να επωφελούνται από τις μεταπυρικές συνθήκες και να αναγεννώνται εύκολα. 
Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει οποιαδήποτε αναδασωτική επέμβαση να πραγματοποιηθεί μετά την παρέλευση τριών ετών, περίοδο που κρίνεται απαραίτητη για την εκτίμηση της επιτυχούς ή όχι εγκατάστασης της φυσικής αναγέννησης. Όπου η φυσική αναγέννηση είναι αδύνατη ή τουλάχιστον πολύ προβληματική, επιβάλλεται να γίνεται τεχνητή επέμβαση, όπως σε περιπτώσεις που αφορούν: 

• Πυρκαγιές σε νεαρές συστάδες πεύκης (ηλικίας μέχρι 15 ετών) που δεν έφθασαν ακόμα στην αναπαραγωγική τους ηλικία. 
• Εκτάσεις με διάσπαρτα μόνο άτομα πεύκης ή με συγκόμωση μικρότερη από 0,5, όπου η αναμενόμενη φυσική αναγέννηση επιβάλλεται να υποβοηθηθεί αμέσως. 
• Περιοχές με πυκνή αείφυλλη βλάστηση (θάμνους αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών), όπου τα πεύκα εμφανίζονται σποραδικά και εφόσον είναι επιθυμητή η δημιουργία υψηλού δάσους. Η επιλογή των ειδών που θα χρησιμοποιηθούν στην αναδάσωση είναι η σπουδαιότερη απόφαση που παίρνεται κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών γιατί επηρεάζει αποφασιστικά τόσο την επιτυχία των δημιουργημένων φυτειών όσο και την επίτευξη των σκοπών της αναδάσωσης. Ενδεικτικός Κατάλογος δέντρων και θάμνων που προτείνονται για την αποκατάσταση της βλάστησης σε καμένες περιοχές.

Ως εκ τούτου, η καταλληλότητα των ειδών που θα επιλεχθούν αξιολογείται με κριτήρια αφενός εξασφάλισης της προσαρμογής στο περιβάλλον (βιολογική αρχή) και αφετέρου εκπλήρωσης με τον καλύτερο τρόπο των σκοπών και προτεραιοτήτων που έχουν τεθεί κατά την εκπόνηση της μελέτης αναδάσωσης (οικονομική αρχή). Επισημαίνεται ότι, σε περιοχές όπου υπάρχει έντονη δραστηριότητα ή παρατηρούνται εκχερσώσεις περιμετρικά των αγροτικών εκτάσεων που βρίσκονται εντός ευρύτερων εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, θα πρέπει να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση ειδών που μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα θα προσπορίσουν δικαιώματα ιδιοκτησίας. Ενδεικτικά τέτοια είδη είναι η ελιά, η αγριελιά, η αμυγδαλιά, η μουριά, η συκιά κ.λπ. Η ελληνική-μεσογειακή χλωρίδα μας προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία ειδών, από τα οποία μπορούμε να επιλέξουμε τα πλέον κατάλληλα για τις φυτευτικές μας επεμβάσεις. Ως εκ τούτου θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση ξενικών ειδών όπως του ευκάλυπτου, της ακακίας, του αείλανθου κ.λπ. Επίσης τα είδη που στο παρελθόν έχουν παρουσιάσει σε εκτεταμένη έκταση ασθένειες όπως το κυπαρίσσι, η καστανιά και το πλατάνι δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε αναδασώσεις. Σε αμφότερες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ήτοι φυσικής αναγέννησης ή τεχνητής αναδάσωσης, ενδείκνυται η όσο το δυνατόν έγκαιρη προστασία του εδάφους. Σε περιπτώσεις δε που έχουν απογυμνωθεί μεγάλες εκτάσεις έντονου ανάγλυφου (μεσαίων-μεγάλων κλίσεων), με κίνδυνο εκτεταμένης διάβρωσης, είναι επιβεβλημένα τα άμεσα μέτρα προστασίας του εδάφους με σπορά κατάλληλων ετήσιων ποωδών φυτών, ή και επιθυμητών δασικών ειδών, το φθινόπωρο αμέσως μετά την πυρκαγιά. Επίσης η χρήση πλατύφυλλων δενδρωδών και θαμνωδών ειδών σε περιπτώσεις τεχνητής επέμβασης θα πρέπει να προτιμάται για τη δημιουργία μελλοντικού μικτού δάσους που είναι περισσότερο ανθεκτικό σε περιστατικά πυρκαγιών και συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση του εδάφους και γενικότερα στις οικολογικές συνθήκες της περιοχής.

Μια γρήγορη και εύκολη μέθοδος αποκατάστασης περιοχών μεγάλης κοινωνικής, περιβαλλοντικής, πολιτιστικής κ.λπ. σημασίας είναι αυτή της υδροσποράς. Η μέθοδος συνίσταται στην εκτόξευση υδατικού διαλύματος που περιέχει σπόρους, λιπάσματα, συγκολλητικά υλικά και διάφορα άλλα βοηθητικά προϊόντα στις προς σπορά επιφάνειες. Επισημαίνεται ότι, ενώ τα φυτά αυτά βοηθούν στον περιορισμό της επιφανειακής διάβρωσης, δεν εξασφαλίζουν τη σταθερότητα της πλαγιάς σε περιπτώσεις μεγάλων κλίσεων και έντονων βροχοπτώσεων, επειδή στερούνται έντονου ριζικού συστήματος. Όπως προαναφέρθηκε η εγκατάσταση της βλάστησης όσο το δυνατό νωρίτερα προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση. Έχει μάλιστα βρεθεί ότι οι καλυμμένες με ποώδη βλάστηση επιφάνειες παρουσιάζουν κατά δέκα φορές μικρότερη διάβρωση σε σχέση με γυμνές επιφάνειες. Το πρώτο, μετά την απογύμνωση του εδάφους, έτος είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την προστασία του από τη διάβρωση. 

Σε περίπτωση υλοτομίας και απομάκρυνσης των καμένων δένδρων (μέτρο στο οποίο αναφερθήκαμε και το οποίο εξυπηρετεί άλλους διαχειριστικούς και προστατευτικούς σκοπούς), σε συστάδες πεύκης είναι σκόπιμο να παραμένουν στην επιφάνεια τα κλαδιά και οι κορυφές που φέρουν κώνους, ώστε να ενισχύουν τη φυσική αναγέννηση και να συμβάλουν στη δημιουργία ευνοϊκού μικροπεριβάλλοντος για τα αρτίφυτρα.

Περισσότερες πληροφορίες μπορούν να αντληθούν από τους αρμόδιους, στην περίπτωση που έχουν και την ανησυχία της αποκατάστασης της καταστροφής από το  από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων & Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων, Τέρμα Αλκμάνος, 115 28 Ιλίσια, Αθήνα τηλ: 210 7783750, fax: 210 7784602, e-mail: dir_secretary@fria.gr
Με την ελπίδα πως κάποτε θα επικρατήσουν η λογική και η ευαισθησία στον καμένο από τη δίψα του κέρδους και τον παραλογισμό, τόπο
_____________________________________

ΥΓ: Ως δασολόγος θα πρότεινα, μετά την έλευση της απαραίτητης τριετίας μία μίξη της αναγεννημένης χαλεπίου πεύκης με τη δύσφλεκτη κουκουναριά (Pinus pinea) και την δρυ Quercus ithaburensis ssp. Macrolepis, τη φωτόφιλη κα θερμοξηρόβια Βελανιδιά. Μία ισορροπημένη μίξη σε μία υποκηπευτή μορφή δάσους, το οποίο συντηρείται και καλλιεργείται υπεύθυνα είναι η καλύτερη πρόληψη, η καλύτερη άμυνα εναντίον των δασικών πυρκαγιών. Ως κάτοικοι της περιοχής καλούμαστε να το καταλάβουμε και να το εμπεδώσουμε πρώτοι,

No comments: